Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Οι πρώτες 5 1/2 ώρες ενός συναρπαστικού ταξιδιού

15 ώρες σε ένα πλοίο δεν περνάνε εύκολα. 15 ώρες στο πλοίο περνάνε ακριβώς μετά από 15 ώρες. Δεν είναι λίγες. Ιδίως όταν ταξιδεύεις μόνος, όπως ταξίδευα εγώ εχτές και που προσπάθησα με το παραπάνω να κάνω τις ώρες να περάσουν όσο το δυνατόν πιο ανεπαίσθητα. Αρχικά, έπιασα εγώ και το περιοδικό μου μια θέση στο σαλόνι του πλοίου, όπου λίγο αργότερα προστέθηκε στην παρέα μας ένα freddo σε μεγάλο ποτήρι. Καθώς το περιεχόμενο του ποτηριού λιγόστευε, λιγόστευαν και οι αδιάβαστες σελίδες του περιοδικού, συμπεριλαμβανομένων και των σελίδων με τις διαφημίσεις. Όταν περιοδικό και freddo εξαντλήθηκαν, μεταφέρθηκα στην καμπίνα μου για να διαβάσω μια 2η φορά σε διαφορετικό περιβάλλον και στάση σώματος τα άρθρα που βρήκα ενδιαφέροντα. Αφότου έγινε κι αυτό, στάθηκα πίσω από το φινιστρίνι, μισοκρυμμένη πίσω από κάτι banal κουρτίνες, παρατηρώντας απαρατήρητη αμέριμνους συνεπιβάτες να ανεβοκατεβαίνουν τα decks και να πηγαινοέρχονται στο κατάστρωμα. Θεώρησα ότι ήταν μια καλή ευκαιρία για φωτογράφιση κάποιων εξ αυτών που εμφάνιζαν ένα, κάποιο ενδιαφέρον. Έπειτα από 103 λήψεις, 99 εκ των οποίων πετάχτηκαν σήμερα στον κάδο με τα άχρηστα, έκλεισα τη φωτογραφική κι αποφάσισα κι εγώ να βγω έξω να σουλατσάρω ασκόπως στο κατάστρωμα.
(Μία εκ των τεσσάρων που -παρά τρίχα- επέζησε της μαζικής διαγραφής)

3 βραχονησίδες, 5 τσιγάρα, 2 κλήσεις και 40 κύματα αργότερα ξαναβρέθηκα μέσα, αποφασισμένη να καταναλώσω τροφή και νερό, διότι πεινούσα και διψούσα. Αν δεχτούμε ότι ένα κανονικό γεύμα, με κανονικής ταχύτητας μάσηση της τροφής, διαρκεί περίπου 20 λεπτά, είχα αυτομάτως εξασφαλίσει 1 τρόπο για να περάσουν τα 20 –περίπου- επόμενα λεπτά. Αφότου πέρασαν κι αυτά, κοίταξα το ρολόι το οποίο με πληροφόρησε πως εχαν απομείνει 10 ώρες μέχρι την αποβίβαση. Ok. «Την ουρά τη φάγαμε, μας απέμεινε το υπόλοιπο κορμί, πατριώτη», σκέφτηκα. Είναι προφανές ότι θα μπορούσα να ξεκινήσω έναν, κάποιον διάλογο, με κάποιον ή κάποια ελκυστικό/ή ή μη συνταξιδιώτη/ισσα, κατά προτίμηση ελκυστικό συνταξιδιώτη, όμως απέρριψα αυτή την ιδέα (αρκετές φορές) κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου ταξιδιού, διότι ήθελα να αποφύγω εκείνο το ενοχλητικό αίσθημα της αμηχανίας, ή μάλλον δυσφορίας, κατά τη διάρκεια αναζήτησης και άρθρωσης της πρώτης ατάκας . Είναι μια πρόκληση η α’ ατάκα, που δεν έχω πλέον κέφι να δεχτώ. «Από δω και στο εξής ας αναλάβω εγώ την ευθύνη για τη β΄ ατάκα, έτσι για αλλαγή», σκέφτηκα. Προς αναζήτηση μιας ..β' ατάκας (ή και όχι), ξανάπιασα μια θέση στο σαλόνι, αυτή τη φορά χωρίς την παρέα του περιοδικού, αφού το είχα αφήσει πάνω στο κρεβάτι της καμπίνας, για να δηλώσω σε τυχόν νέες αφίξεις στην καμπίνα ότι το κρεβάτι αυτό το προλάβαν άλλοι, καθώς επίσης, γιατί δεν μπορούσα να περιφέρομαι από τη μία έως την  άλλη άκρη του πλοίου, κατά μήκος και κατά πλάτος, με ένα επιπρόσθετο βάρος στην τσάντα μου. Κάθισα, λοιπόν, σταυροπόδι κι άρχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές στην τηλεόραση, που πότε έχανε (argh!), πότε έβρισκε (yay!)  και πότε ξανάχανε [(argh!) x 2] σήμα, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να τεστάρω τις γνώσεις μου στα αγγλικά, παρακολουθώντας τη συνομιλία μεταξύ ενός ζεύγους Αμερικανών στον λοξώς απέναντι καναπέ.. «Cool. Τα θυμάμαι ακόμη», σκέφτηκα. Ταυτόχρονα τσέκαρα το ρολόι, του οποίου ο δείκτης ο μακρύτερος  είχε την ευγενή καλοσύνη να έχει μετακινηθεί κατά π rads.

Είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, όταν θυμήθηκα ότι είχα στην τσάντα μου καραμέλες sugar-free με γεύση εσπεριδοειδή. Διάλεξα μια πορτοκαλί με γεύση πορτοκάλι, και ξεκίνησα να την πιπιλάω. Όχι όμως για πολύ…

(TO BE CONTINUED)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Και μετα και μετα;

Ανώνυμος είπε...

Μου αρεσει πολυ ο τροπος που περιγραφεις απλα πραγματα με τετοια λεπτομερεια. Ειναι πολυ ιδιαιτερος και σε χαρακτηριζει.